κουντουβέρνιον

κουντουβέρνιον
κουντουβέρνιον, τὸ (Μ)
(στους Βυζαντινούς) ακία*, σειρά στρατιωτών, παράταξη στρατού, φάλαγγα, στοίχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. contubernium «ομάδα στρατιωτών που καταλύουν στην ίδια σκηνή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”